συσσωφρονώ

συσσωφρονώ
και συνσωφρονῶ, -έω, Α [σωφρονώ]
είμαι σώφρονας και εγώ μαζί με άλλον, φέρομαι και εγώ με φρόνηση («συνσωφρονεῑν σοι βούλομ' ἀλλ' οὐ συννοσεῑν», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”